θεσμοθεσία

θεσμοθεσία
η законодательство

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "θεσμοθεσία" в других словарях:

  • θεσμοθεσία — θεσμοθεσίᾱ , θεσμοθεσία office of fem nom/voc/acc dual θεσμοθεσίᾱ , θεσμοθεσία office of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμοθεσίᾳ — θεσμοθεσίᾱͅ , θεσμοθεσία office of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμοθεσία — η (Α θεσμοθεσία) [θεσμοθέτης] η σύνταξη και εφαρμογή νόμων, η νομοθεσία αρχ. η απόφαση τής μοίρας, το μοιραίο, το γραμμένο …   Dictionary of Greek

  • θεσμοθεσία — η το να θέτει κανείς θεσμούς (νόμους), το να θεσπίζει νόμους, νομοθεσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεσμοθεσίας — θεσμοθεσίᾱς , θεσμοθεσία office of fem acc pl θεσμοθεσίᾱς , θεσμοθεσία office of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμοθεσίαν — θεσμοθεσίᾱν , θεσμοθεσία office of fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμοθεσίαις — θεσμοθεσία office of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • благозаконьныи — (1*) пр. Законный, справедливый: тѣмь и жертвьноую сщ҃но бл҃гозаконьную блг(д)ть нарече||ю. и что ради сподобi ˫а ст҃льскымь званиѥмь а не ѡст҃льскымь (ἡ... ϑεσμοϑεσία) ГА XIII XIV, 149в г …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • θεσμοδότημα — το [θεσμοδοτώ] θεσμοθεσία* …   Dictionary of Greek

  • νομοθεσία — Στην πλατιά του έννοια, ο όρος αυτός σημαίνει το σύνολο των γραπτών νομικών κανόνων μιας χώρας. Σε γενικότερη εκδοχή σημαίνει και το σύνολο των κανονιστικών πράξεων του κράτους, που έχουν ίση ή ανάλογη δύναμη με τον νόμο ή και ένας ιδιαίτερος… …   Dictionary of Greek

  • ՕՐԻՆԱԴՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 1033 Chronological Sequence: Early classical, 7c, 12c գ. νομοθεσία, θεσμοθεσία legislatio νόμημα lex, constitutio. որ եւ ՕՐԷՆՍԴՐՈՒԹԻՒՆ. Դրութիւն օրինաց. օրէնք. սահմանադրութիւն: Առակ. ՟Լ՟Ա. 27: յօրինակս ինչ. *Զբերան իւր բանայ հանճարով եւ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»